- ευκολοπέραστος
- η , ο[ν] легко проходимый, преодолимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολοπέραστος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν διαπεράσει εύκολα («ποταμός ευκολοπέραστος») … Dictionary of Greek
βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
διαβατός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου. * * * ή, ό και διάβατος, η, ο (AM διαβατός, ή, όν Α και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω] 1. αυτός… … Dictionary of Greek
διαπεραστός — και διαπερατός, ή, ό αυτός που εύκολα διαπερνιέται, ο ευκολοπέραστος … Dictionary of Greek
ευδιάβατος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βατός (< δια βαίνω)] … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] … Dictionary of Greek
ευπόρευτος — εὐπόρευτος, ον (ΑΜ) (για οδό) ευδιάβατος, ευκολοπέραστος μσν. (για ταλαιπωρία) αυτή που περνάει, που ξεχνιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορευτός (< πορεύομαι)] … Dictionary of Greek
πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] … Dictionary of Greek